Θυρέας

Θυρέας
Θυρέᾱς , Θύρευς
masc acc pl
Θυρέᾱς , Θυρέη
fem acc pl
Θυρέᾱς , Θυρέη
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Αλκήνωρ — Ο ένας από τους δύο Αργείους που απέμειναν μετά τη μονομαχία για την κατοχή της Θυρέας, που έγινε μεταξύ 300 Σπαρτιατών και 300 Αργείων. Από τους Σπαρτιάτες έμεινε μόνο ένας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”